- εὐλόγων
- εὔλογοςreasonablemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐλογῶν — εὐλογέω speak well of pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek
благословити — БЛАГОСЛОВ|ИТИ (549), ЛЮ, ИТЬ гл. Призвать божью помощь на кого л., на что л.; благословить: г҃и бл(с)ви оч҃е. СкБГ XII, 18б; тъгда приимъ хлѣбъ и бл҃гословивъ и преломль да˫аше оученикомъ своимъ ЖФП XII, 29г; два дроуга˫а д҃ни пребысть.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στιβεύω — Α [στιβεύς] 1. ανιχνεύω, ιχνηλατώ («διὰ... τὴν ἀπὸ τῶν... ἀνθῶν εὐωδίαν, λέγεται τοὺς κυνηγεῑν εἰωθότας κύνας μὴ δύνασθαι στιβεύειν», Διόδ.) 2. εξερευνώ, εξετάζω («στιβεύειν διὰ τῶν εὐλόγων τὸ μέλλον», Διόδ.) 3. βαδίζω, οδοιπορώ, ταξιδεύω … Dictionary of Greek
γονιδίωμα — Το σύνολο του γενετικού υλικού που υπάρχει σε ένα κύτταρο. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς η έννοια αναφέρεται τόσο στο γενετικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα, όσο και στο γενετικό υλικό των οργανιδίων (δηλαδή των μιτοχονδρίων και των… … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия
ЗААМВОННАЯ МОЛИТВА — Заамвомвонная молитва Заамвомвонная молитва [εὐχὴ ὀπισθάμβωνος, в рукописях также встречаются наименования εὐχὴ ἐπισθάμβωνος или τῆς ἀπολύσεως], молитва, читаемая священником в конце Божественной литургии, перед Пс 33. З. м. является… … Православная энциклопедия